Ὁμήρειος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμήρειος Medium diacritics: Ὁμήρειος Low diacritics: Ομήρειος Capitals: ΟΜΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Homḗreios Transliteration B: Homēreios Transliteration C: Omireios Beta Code: *(omh/reios

English (LSJ)

ον,

   AHomeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222 ; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6 ; τὸ Ὁ. the Homeric phrase, Hp.Mochl.5 ; οἱ Ὁ., = οἱ Ὁμηρίδαι 11, Pl.Tht.179e. Adv. -είως Ael.NA15.16.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.

Greek Monotonic

Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμήρειος: гомеровский Her., Plat.

Middle Liddell

Ὁμήρειος, ον,
Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric phrase, Plat.