ῥαιβηδόν
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
Adv., (ῥαιβός)
A as if crooked, Euph.20.
German (Pape)
[Seite 832] wie krumm, E. M. 701, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβηδόν: Ἐπίρρ., (ῥαιβὸς) διεστραμμένως, πλαγίως, Ἐτυμ. Μέγ. 701. 12.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως ο ραιβός, με τον τρόπο του ραιβού, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιδός «καμπύλος, κυρτός» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. δαθμ-ηδόν)].