μύαγρος
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
ὁ, A mouser, a kind of snake. Nic.Th.490. II = μελάμπυρος, Dsc.4.116, Plin.HN27.106. III = μυάγρα 11, Ps.-Dsc. 2.125.
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, der Mäusefänger, eine Schlangenart, Nic Th. 490; eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μύαγρος: ὁ, ὁ μυθοήρας, εἶδος ὄφεως, Νικ. Θηρ. 490. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι τὸ Alypum sativum, Διοσκ. 4. 117, Πλίν, 27. 81.
Greek Monolingual
ο (Α μύαγρος)
νεοελλ.
ζωολ. είδος πτηνού της οικογένειας μυγοθήρες
αρχ.
1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια
2. το φυτό μελάμπυρον
3. το φυτό μυάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος.