δύσηρις
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, A = δύσερις 1, Pi.O.6.19, Axiop.1.4: Att. form of δύσερις acc. to Moer.126.
German (Pape)
[Seite 680] nach den Atticisten eigtl. att. Form von δύσερις, feindselig, nur Pind. Ol. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. τύπος τοῦ δύσερις ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.
English (Slater)
δύσηρις
1 prone to quarrel οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν μαρτυρήσω (byz.: δύσερις codd.) (O. 6.19)
Greek Monotonic
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί δύσερις I, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
δύσηρις: ι adj. Pind. = δύσερις 1.
Middle Liddell
δύσ-ηρις, ιδος poet. for δύσερις 1, Pind.]