βαρυσφάραγος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A = βαρυσμάραγος, loud-thundering, of Ζεύς, Pi.I.8(7).23.
German (Pape)
[Seite 435] Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσφάρᾰγος: [σφᾰ], ον, = βαρυσμάραγος, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, ἐπὶ τοῦ Διός, Πίνδ. Ι. 8(7). 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
grondant sourdement, retentissant en parl. de Zeus lançant le tonnerre.
Étymologie: βαρύς, σφάραγος.
English (Slater)
βᾰρυσφᾰρᾰγος
1 deep rumbling of thunder, and so epith. of Zeus. βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22)
Spanish (DGE)
(βᾰρυσφάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
de retumbante estruendo Zeus, Pi.I.8.22.
Greek Monolingual
βαρυσφάραγος, -ον (Α)
ο βαρυσμάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -σφάραγος < σφαραγούμαι (-έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»].
Greek Monotonic
βᾰρῠσφάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που βροντά δυνατά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσφάρᾰγος: (φᾰ) Pind. = βαρυβρεμέτης.
Middle Liddell
loud-thundering, Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυσφάραγος -ον βαρύς, σφαραγίζω zwaar donderend.