γέλγις

From LSJ
Revision as of 17:04, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλγις Medium diacritics: γέλγις Low diacritics: γέλγις Capitals: ΓΕΛΓΙΣ
Transliteration A: gélgis Transliteration B: gelgis Transliteration C: gelgis Beta Code: ge/lgis

English (LSJ)

ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.    A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.

French (Bailly abrégé)

ιθος ou ιδος (ἡ) :
gousse d’ail.
Étymologie: DELG cf. ἄγλις, γαγγλίον.
Syn. σκελλίς.

Spanish (DGE)



• Alolema(s): γέργις Phot.γ 86

• Morfología: [plu. nom. γέλγιθες AP 6.232 (Crin.), Hsch., Sud., γέργιδες Phot.l.c.; ac. γέλγιθας Hp.Nat.Mul.77, pero γέλγεις Thphr.CP 1.4.5, HP 7.4.11, 12]
1 sg. y plu. cabeza de ajo Thphr.HP 7.4.12, Hdn.Gr.1.87, Hsch., Phot.γ 56 y l.c., Sud.
2 plu. dientes de ajo γέλγιθας ἑψεῖν Hp.Nat.Mul.l.c., πότιμοι γέλγιθες AP l.c., ἡ γ. διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις la cabeza de ajo se divide en dientes Thphr.HP 7.4.12, CP 1.4.5.

• Etimología: Forma c. red. expresiva *γελ-γλις de *gel-/gl- ‘redondo’, ‘hinchado’, cf. lat. galla ‘bugalla’, ai. gula- ‘bola’, etc.

Greek Monolingual

γέλγις (γεν. -ιος, -ιθος, -ιδος), η (Α)
1. ο βολβός του σκόρδου
2. πληθ. οι σκελίδες του σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός γέλ-γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. γαγγλίον και με μια ινδοευρ. ρίζα gel- «σφίγγω τη γροθιά»].

Greek Monotonic

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, σκελίδα σκόρδου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γέλγις: ῑθος, тж. ῑδος и ιος ἡ долька чеснока Anth.

Middle Liddell

a clove of garlic, Anth.

Frisk Etymology German

γέλγις: -ιδος, -ιθος,
{gélgis}
Forms: pl. γέλγεις, γέλγιθες
Grammar: f.
Meaning: Knoblauchkopf, seine Zehen (Thphr., Hp., AP).
Derivative: Davon γελγιδόομαι ‘sich in γ. verwandeln’ (Thphr.), γελγιθεύειν· ἀπατηλογεῖν H.
Etymology : Das synonyme ἄγλις (s. d.) macht die Annahme einer reduplizierten Grundform *γέλγλις möglich. Weitere Beziehungen zu γαγγλίον (s. d.) und zu idg. gel- ballen, Gerundetes, Kugeliges (WP. 1, 612 m. Lit., Pok. 357) ermangeln einer näheren Begründung. Vgl. bes. Solmsen Wortforsch. 222ff. und Strömberg Theophrastea 85f.; auch Specht Ursprung 255.
Page 1,295