γραμματοφόρος

From LSJ
Revision as of 17:29, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτοφόρος Medium diacritics: γραμματοφόρος Low diacritics: γραμματοφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatophóros Transliteration B: grammatophoros Transliteration C: grammatoforos Beta Code: grammatofo/ros

English (LSJ)

ὁ,    A letter-carrier, Plb. 2.61.4, al., Plu.Pel.10.

German (Pape)

[Seite 504] Briefe tragend, tabellarius, Pol. 2, 61, 4 u. öfter; Luc. rhet. praec. 5; auch γραμματηφόρος, s. Lob. zu Phryn. 682.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, Πολύβ. 2. 61, 4, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui porte des lettres (lat. tabellarius).
Étymologie: γράμμα, φέρω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): frec. γραμματηφ- (esp. pap.)
I 1portador de cartas, mensajero γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. TAM 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.Pel.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.Rh.Pr.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. Vit.Aesop.G 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.Galb.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.AI 11.318.
2 esp. biz. cartero, correo del servicio postal urgente, esp. fluvial ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου PFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. PSI 1108.8 (IV d.C.), POxy.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν PBeatty Panop.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι PBeatty Panop.1.253 (IV d.C.).
II adj.
1 portador de la carta, que lleva la carta, o más bien esta carta οἱ γραμματηφόροι γεωργοί PLond.1073.1 (VI d.C.), γ. ἀνήρ PMasp.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς POxy.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου POxy.1858.3 (VI/VII d.C.)
subst. Ἑλλάδιος ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου PMasp.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. Stud.Pal.20.212.1 (VI/VII d.C.).
2 del servicio de correos, postal ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox, POxy.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).

Greek Monolingual

γραμματοφόρος, ο (AM)
ταχυδρόμος
μσν.
ως επίθ. γραμματισμένος.

Greek Monotonic

γραμμᾰτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοφόρος: ὁ письмоносец, гонец Polyb., Plut., Luc.

Middle Liddell

φέρω
letter-carrying, Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.