δακτυλήθρα

From LSJ
Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλήθρα Medium diacritics: δακτυλήθρα Low diacritics: δακτυλήθρα Capitals: ΔΑΚΤΥΛΗΘΡΑ
Transliteration A: daktylḗthra Transliteration B: daktylēthra Transliteration C: daktylithra Beta Code: daktulh/qra

English (LSJ)

ἡ, (δάκτυλος)    A finger-sheath, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 21; thumb-screw, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I , 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλήθρα: ἡ, (δάκτυλος) θήκη διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· εἶδος βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gant.
Étymologie: δάκτυλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 dedil περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.Cyr.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.Epim.225, Simp.in Cat.238.29, Eust.927.57.
2 n. de un instrumento de tortura para los dedos, empulguera τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας LXX 4Ma.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ γένη ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.Ep.42.

Greek Monolingual

η
βλ. δαχτυλήθρα.

Greek Monotonic

δακτῠλήθρα: ἡ (δάκτυλος), προστατευτικό του δακτύλου, εξάρτημα για προστασία δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, δαχτυλήθρα (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλήθρα -ας, ἡ [δάκτυλος] handschoen.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλήθρα: ἡ рукавица, перчатка Xen.

Middle Liddell

δάκτυλος
a finger-sheath, Xen.