ακοινώνητος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοινώνητος, -ον) και ακοινώνιστος
1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους
2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος
3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη
«πέθανε ακοινώνητος»
μσν.
εκείνος που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο
«ἀκοινώνητον εὐνάν» — κρεβάτι που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (Ευρ.)
2. εκείνος που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)
3. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοινωνῶ.
ΠΑΡ. ακοινωνησία].