δυσθεώρητος

From LSJ
Revision as of 19:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθεώρητος Medium diacritics: δυσθεώρητος Low diacritics: δυσθεώρητος Capitals: ΔΥΣΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dystheṓrētos Transliteration B: dystheōrētos Transliteration C: dystheoritos Beta Code: dusqew/rhtos

English (LSJ)

ον,    A hard to observe, Arist.HA511b13; scarcely visible, τρύπημα Hero Spir.1.31, cf. Philum.Ven.15.6.    II hard to understand or reduce to theory, τέχνη Ph.Bel.49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu untersuchen, zu betrachten; Arist. H. A. 3, 2; Pol. 17, 13 u. sonst; Plut. S. N. V. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεώρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à examiner, à reconnaître.
Étymologie: δυσ-, θεωρέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de verse, apenas visible τρύπημα Hero Spir.1.31, ἀστήρ Gem.3.15, δῆγμα Philum.Ven.15.6, de la lengua del elefante, Ar.Byz.Epit.2.71, del bazo de la codorniz, Alex.Mynd.15W., cf. Ar.Byz.Epit.2.439, Ps.Callisth.1.46Γ (p.98), Dsc.4.133, Gal.2.398, 5.613, Basil.M.30.333C
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de observación Arist.HA 511b13.
2 desagradable a la vista πληγὴ ἀνίατός τε καὶ δ. Gr.Naz.M.35.1100D, glos. a δυσθέατος Sch.A.Th.978e.
3 difícil de entender ἡ τοῦ προειρημένου φύσις Plb.9.24.2, cf. 3.31.7, Ph.1.471, διαφορά Plu.Comp.Phil.Flam.3, αἰτία Plu.2.690f, μάθησις Plu.2.1020b, ὁ μὲν γὰρ χρόνος δυσθεώρητόν τι ἐστίν S.E.M.10.180, cf. Plu.2.1043a, Alex.Aphr.in Metaph.142.4, Febr.5.3, Iambl.VP 182, neutr. plu. subst., Phld.Rh.2.263Aur., Ph.2.84, Plu.2.718c, Eutoc.in Sph.Cyl.12
difícil de reducir a teoría τέχνη Ph.Bel.49.19
de difícil investigación ἡ περὶ πυρετῶν θεωρία por sus complejidad, Alex.Aphr.Febr.1.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσθεώρητος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῑρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)
αρχ.
δυσνόητος.

Russian (Dvoretsky)

δυσθεώρητος: с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения (ἡ τοῦ αἵματος φύσις Arst.; ἡ ἑκάστου προαίρεσις Polyb.; αἰτία Plut.).