ζωογράφος

From LSJ
Revision as of 21:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογράφος Medium diacritics: ζωογράφος Low diacritics: ζωογράφος Capitals: ΖΩΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: zōográphos Transliteration B: zōographos Transliteration C: zoografos Beta Code: zwogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ζωγρ-, Theoc.15.81 (   A v.l. ζῳο-).

Greek (Liddell-Scott)

ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.

Greek Monolingual

-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακο-γράφος, ορθο-γράφος.

Greek Monotonic

ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωογράφος -ου, ὁ [ζωός, γράφω] schilder.

Middle Liddell

ζωο-γράφος, ον poet. for ζωγράφος.]