θερίστριον

From LSJ
Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερίστριον Medium diacritics: θερίστριον Low diacritics: θερίστριον Capitals: ΘΕΡΙΣΤΡΙΟΝ
Transliteration A: therístrion Transliteration B: theristrion Transliteration C: theristrion Beta Code: qeri/strion

English (LSJ)

τό,    A light summer garment, Theoc.15.69, Aristaenet. 1.27.

German (Pape)

[Seite 1201] τό, = Folgdm, oder dim., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θερίστριον: τό, ἐλαφρὸν θερινὸν ἔνδυμα, ἀντίθετον τῷ χειμάστριον, οἴμοι δειλαία, δίχα μευ τὸ θερίστριον ἤδη ἔσχισται Θεόκρ. 15. 69, Ἀρισταίν. 1. 27· πρβλ. Müller Archäol. Kunst § 394. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tissu fin et léger dont on s’enveloppait l’été comme d’un vêtement ou d’un voile.
Étymologie: θερίζω.

Greek Monolingual

θερίστριον, τὸ (Α)
ελαφρό θερινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θέριστρον].

Greek Monotonic

θερίστριον: τό (θερίζω), ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, αντίθ. προς το χειμάστριον, σε Θεόκρ.· ομοίως θέριστρον, τό, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θερίστριον: τό теристрий (летняя одежда) Theocr.

Middle Liddell

θερίστριον, ου, τό, θερίζω
a light summer garment, opp. to χειμάστριον, Theocr., so θέριστρον, ου, τό, Anth.