κάτοικος

From LSJ
Revision as of 22:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοικος Medium diacritics: κάτοικος Low diacritics: κάτοικος Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: kátoikos Transliteration B: katoikos Transliteration C: katoikos Beta Code: ka/toikos

English (LSJ)

ὁ,    A inhabitant, Arist.Oec.1352a33, Plb.5.65.10, al.; esp. of military colonists, οἱ ἐν Μαγνησίᾳ κ. OGI229.71 (Smyrna, iii B.C.); in Egypt, PTeb.30.7 (ii B.C.), etc.; κ. is f.l. for κάτοικτος in A.Ag. 1286.

German (Pape)

[Seite 1403] bewohnend, ὁ κ., der Bewohner; Aesch. Ag. 1259, l. d., vielleicht in κάτοκνος zu ändern; Arist. Oec. 2, 33; Pol. 5, 65, 10 u. Sp., wie D. Hal. 1, 82.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοικος: ὁ, ὁ κατοικῶν, ὁ διαμένων ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34, 3, Πολύβ. 5. 65, 10, κ. ἀλλ.· πρὸς τοὺς ἐν Μαγνησίᾳ κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3454. 1. 14, κ. ἀλλ., ἴδε Böckh. σ. 669·― ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1285, ὁ Ahrens προτείνει τὴν γραφήν, μέτοικος, ἕπεται δ’ αὐτῷ καὶ ὁ Ἕρμανν., ὁ δὲ Σκαλίγ. κάτοικτος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
habitant, habitante.
Étymologie: κατά, οἶκος.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ κάτοικος)
αυτός που έχει την κατοικία του σ' έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ.) οἱ κάτοικοι
στρατιωτικοί άποικοι που παρέμεναν σε αυτοτελείς συνοικισμούς σε μεθοριακά σημεία με σκοπό την απόκρουση επιθέσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικος (< οἶκος), πρβλ. έν-οικος, μέτ-οικος].

Greek Monotonic

κάτοικος: ὁ, αυτός που διαμένει σ' έναν τόπο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κάτοικος: ὁ житель, обитатель Arst., Polyb.

Middle Liddell

κάτ-οικος,
a settler, Aesch.