καλαθηφόρος

From LSJ
Revision as of 22:16, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθηφόρος Medium diacritics: καλαθηφόρος Low diacritics: καλαθηφόρος Capitals: ΚΑΛΑΘΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kalathēphóros Transliteration B: kalathēphoros Transliteration C: kalathiforos Beta Code: kalaqhfo/ros

English (LSJ)

ον,    A basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.