καταπετρόω

From LSJ
Revision as of 23:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετρόω Medium diacritics: καταπετρόω Low diacritics: καταπετρόω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΡΟΩ
Transliteration A: katapetróō Transliteration B: katapetroō Transliteration C: katapetroo Beta Code: katapetro/w

English (LSJ)

   A stone to death, X.An.1.3.2 (Pass.).    II throw down from a rock, Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 1369] mit Steinen bedecken, zu Tode steinigen; Xen. An. 1, 3, 2; Strab. III, 155.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετρόω: λιθοβολῶν φονεύω ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ αὐτοῦ πέτρας ἐξαφανίζω, ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. καταλιθόω. ΙΙ. καταρρίπτω ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ πατραλοίας ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν πόλεων καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lapider.
Étymologie: κατά, πετρόω.

Greek Monotonic

καταπετρόω: μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταπετρόω: побивать камнями (Κλέαρχος μικρὸν ἐξέφυγε τὸ μὴ καταπετρωθῆναι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πετρόω stenigen.

Middle Liddell

fut. ώσω
to stone to death, Xen.