κεγχροφόρος

From LSJ
Revision as of 08:52, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροφόρος Medium diacritics: κεγχροφόρος Low diacritics: κεγχροφόρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kenchrophóros Transliteration B: kenchrophoros Transliteration C: kegchroforos Beta Code: kegxrofo/ros

English (LSJ)

ον,    A bearing millet, Str.5.1.12.

German (Pape)

[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.

Greek Monolingual

κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτο-φόρος, σκευο-φόρος.