Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοσσιαῖος

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσιαῖος Medium diacritics: κολοσσιαῖος Low diacritics: κολοσσιαίος Capitals: ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kolossiaîos Transliteration B: kolossiaios Transliteration C: kolossiaios Beta Code: kolossiai=os

English (LSJ)

α, ον,    A colossal, D.S.11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.Herm.71; κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς, Hdn.1.15.9, BGU362 vi 5 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1475] einem Kolossus ähnlich an Größe, colossal; Luc. Hermot. 71 u. öfter; ἀνδριάς D. Sic. 11, 72 u. a. Sp.; κολοσσαῖος ist s. L., vgl. Lob. Phryn. 542.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσιαῖος: (οὐδέποτε κολοσσαῖος, Λοβ. εἰς Φρύν. 542), α, ον, κολοσσοῦ μέγεθος ἔχων, Διόδ. 11. 72, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de colosse, colossal.
Étymologie: κολοσσός.

Greek Monolingual

και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῑος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσσιαῖος -α -ον [κολοσσός] kolossaal.

Russian (Dvoretsky)

κολοσσιαῖος: колоссальный, огромный (ἀνδριάς Diod.).