κοπρηγός
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
όν, A conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).
Greek Monolingual
κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός].