λαλητός

From LSJ
Revision as of 10:33, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλητός Medium diacritics: λαλητός Low diacritics: λαλητός Capitals: ΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lalētós Transliteration B: lalētos Transliteration C: lalitos Beta Code: lalhto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A endowed with speech, LXX Jb.38.14.    II talked of, EM588.54.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu λαλέω, auch der sprechen kann, ζῷον, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χάρισμα ἢ τὴν δύναμιν, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΗ΄, 14). ΙΙ. περὶ οὗ γίνεται λόγος, Ἐτυμ. Μέγ. 588. 54

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαλητός, -ή, -όν) λαλώ
νεοελλ.
1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά
φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά
μσν.
1. ονομαστός, περίφημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαλητόν
η ικανότητα λόγου
αρχ.
αυτός που μπορεί να λαλήσει, που έχει την ικανότητα να ομιλεί («λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ γῆς», ΠΔ.).