μεθήμων

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθήμων Medium diacritics: μεθήμων Low diacritics: μεθήμων Capitals: ΜΕΘΗΜΩΝ
Transliteration A: methḗmōn Transliteration B: methēmōn Transliteration C: methimon Beta Code: meqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (μεθίημι)    A remiss, careless, Il.2.241, Od.6.25, Anacreont.56.17.

German (Pape)

[Seite 112] ον, nachlässig, fahrlässig, Il. 2, 241 Od. 6, 25 u. sp. D., λύρης, Anacr. 58, 17.

Greek (Liddell-Scott)

μεθήμων: -ον, γεν. ονος, (μεθίημι) ἄφροντις, ἀμελής, ἀμέριμνος, Ἰλ. Β. 241, Ὀδ. Ζ. 25, ἐπὶ ἀνθρώπων· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 61. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθήμων· προδότης. ἀμελής».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
négligent, nonchalant.
Étymologie: μεθίημι.

English (Autenrieth)

(μεθίημι): remiss, careless.

Greek Monolingual

μεθήμων, -ον (Α)
(για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ-ίημι (πρβλ. συν-ήμων)].

Greek Monotonic

μεθήμων: (μεθίημι), -ον, γεν. -ονος, παραμελημένος, απρόσεκτος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεθήμων: 2, gen. ονος беззаботный, небрежный, нерадивый (Hom.; τινός Anacr.).

Middle Liddell

μεθήμων, ονος, μεθίημι
remiss, careless, Hom.