μελαγκευθής

From LSJ
Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκευθής Medium diacritics: μελαγκευθής Low diacritics: μελαγκευθής Capitals: ΜΕΛΑΓΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: melankeuthḗs Transliteration B: melankeuthēs Transliteration C: melagkefthis Beta Code: melagkeuqh/s

English (LSJ)

ές,    A shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).

German (Pape)

[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.

Greek Monolingual

μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγ-κευθής].