μελίχρως

From LSJ
Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίχρως Medium diacritics: μελίχρως Low diacritics: μελίχρως Capitals: ΜΕΛΙΧΡΩΣ
Transliteration A: melíchrōs Transliteration B: melichrōs Transliteration C: melichros Beta Code: meli/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,    A honey-coloured, i. e. with olive complexion, freq. in Pap., as PPetr.3p.8, al. (iii B. C.), Sammelb.7169.17 (ii B. C.), cf. AP12.170 (Diosc.): also acc. pl. μελίχροας honey-coloured, κηρούς Q.S.3.224; of complexion, Ptol.Tetr.144: dat. sg. μελίχροϊ, νέκταρι Tryph. 113.

German (Pape)

[Seite 125] ωτος, = μελίχροος, honigfarbig; κοῦρος, Diosc. 5 (XII, 170); χροῦς, Qu. Sm. 3, 224.

Greek (Liddell-Scott)

μελίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, Κόϊντ. Σμ. 3. 224, Ἀνθ. Π. 12. 170.

Greek Monolingual

μελίχρως, -ωτος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, μελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό-χρως, πυρί-χρως)].

Greek Monotonic

μελίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίχρως: ωτος adj. Anth. = μελίχροος.

Middle Liddell

μελί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, Anth.]