μυρόχριστος

From LSJ
Revision as of 13:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόχριστος Medium diacritics: μυρόχριστος Low diacritics: μυρόχριστος Capitals: ΜΥΡΟΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: myróchristos Transliteration B: myrochristos Transliteration C: myrochristos Beta Code: muro/xristos

English (LSJ)

ον,    A anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 221] mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόχριστος: -ον, ὁ κεχρισμένος διὰ μύρου, Εὐρ. Κύκλ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprégné de parfums.
Étymologie: μύρον, χρίω.

Greek Monolingual

μυρόχριστος, -ον (Α)
αλειμμένος με μύρο, με άρωμαμυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό-χριστος].

Greek Monotonic

μῠρόχριστος: -ον, αλειμμένος με μύρο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόχριστος: умащенный благовониями: μ. βόστρυχον Eur. с умащенными благовонием кудрями.

Middle Liddell

μῠρό-χριστος, ον
anointed with unguent, Eur.