μελάνουρος

From LSJ
Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνουρος Medium diacritics: μελάνουρος Low diacritics: μελάνουρος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΥΡΟΣ
Transliteration A: melánouros Transliteration B: melanouros Transliteration C: melanouros Beta Code: mela/nouros

English (LSJ)

ὁ, (οὐρά) a sea-fish,    A black-tail, Oblata melanura, Epich.56, Cratin.221, Antiph.194.4, Arist.HA591a15, Speus. ap. Ath.7.313e, Numen.ib.d; μὴ γεύεσθαι μελανούρων Pythag. ap.Plu.2.12d.    II a kind of snake, perh. = διψάς, Ael.NA6.51.

German (Pape)

[Seite 120] mit schwarzem Schwanze, bes. – a) ein am Schwanze schwarz gefleckter Meerfisch, Arist. H. A. 8, 2 Ath. VII c. 93, worauf das Verbot des Pvthagoras μὴ γεύεσθαι τῶν μελανούρων, Plut. educ. lib. 17, bezogen wird. – b) eine giftige Otternart, Ael. N. A. 6, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue noire ; ὁ μελάνουρος :
1 sorte de bogue, poisson;
2 sorte de serpent venimeux.
Étymologie: μέλας, οὐρά.

Greek Monolingual

ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, -ίδος)
το μελανούρι
αρχ.
1. είδος ιοβόλου φιδιού
2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» — να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + οὐρά (πρβλ. κύν-ουρος). Ο τ. μελανουρίς < μελάνουρος + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

μελάνουρος: ὁ (οὐρά), το θαλασσινό ψάρι μελάνουρος (κοινώς μελανούρι), θηλ. μελαν-ουρίς, -ίδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελάνουρος: II (ᾰ) ὁ Arst. = μελανουρίς.
досл. с черным хвостом, перен. (предполож.) с черными замыслами, коварный Pythagoras ap. Plut.

Middle Liddell

μελάν-ουρος, ὁ, οὐρά
a sea-fish, the black-tail: fem. μελαν-ουρίς, ίδος, Anth.