μεσαύχην
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ενος, ὁ, A bound in the middle of the neck, μεσαύχενας νέκυας, comically for wineskins (ἀσκοί), Ar.Fr.725 (v.l. δεσαύχενας Hsch., Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).
German (Pape)
[Seite 137] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v. l. ist δεσαύχην, conj. βυσαύχην.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαύχην: -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ μέσον τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
μεσαύχην, -ενος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος στο μέσο του αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. κρατερ-αύχην, σκληρ-αύχην)].
Russian (Dvoretsky)
μεσαύχην: ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).