μηνιγγοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιγγοφύλαξ Medium diacritics: μηνιγγοφύλαξ Low diacritics: μηνιγγοφύλαξ Capitals: ΜΗΝΙΓΓΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēningophýlax Transliteration B: mēningophylax Transliteration C: miniggofylaks Beta Code: mhniggofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, a metallic    A protector to prevent injury to the μῆνιγξ in operations on the skull, Cels.8.3, Heliod. ap. Orib.44.11.2, Gal.2.686, Alex.Trall.1.14; also used of a dressing, Heliod. ap. Orib.46.19.4.

German (Pape)

[Seite 174] ακος, ὁ, Wächter der Hirnhaut, ein chirurgisches Instrument, welches beim Ausschneiden verletzter Knochen der Hirnschale gebraucht wird, um das Gehirn nicht zu beschädigen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μηνιγγοφύλαξ: ὁ, ἐργαλεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς μήνιγγος ἀπὸ βλάβης κατά τινα ἐπὶ τοῦ κρανίου ἐγχείρησιν, Ὀρειβάσ. σ. 6 Mai.· membranae custos, παρὰ Κέλσῳ.

Greek Monolingual

μηνιγγοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία της μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + φύλαξ.