μοναυλία

From LSJ
Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναυλία Medium diacritics: μοναυλία Low diacritics: μοναυλία Capitals: ΜΟΝΑΥΛΙΑ
Transliteration A: monaulía Transliteration B: monaulia Transliteration C: monavlia Beta Code: monauli/a

English (LSJ)

(B), ἡ, (αὐλή)    A living alone, celibacy, Pl.Lg.721d, Ph.2.327.
μον-αυλία (A), ἡ, (αὐλός)    A solo on the flute, Poll.4.82.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, 1) das Spielen auf dem μόναυλος, Poll. 4, 82. – 2) das Alleinleben, die Einsamkeit, bes. auch das Unverheirathetsein, Plat. Legg. VI, 721 d.

Greek (Liddell-Scott)

μοναυλία: ἡ, (αὐλὸς) μονῳδία ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
vie solitaire ; particul. veuvage.
Étymologie: μόνος, αὐλή.

Greek Monolingual

(I)
μοναυλία, ἡ (Α)
μόναυλος μονωδία που ψάλλεται με αυλό.
(II)
μοναυλία, ἡ (Α) μοναύλιος
μοναχική ζωή, αγαμία.

Greek Monotonic

μοναυλία: ἡ (αὐλή), μοναχική, εργένικη ζωή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μοναυλία: ἡ одинокая жизнь, одиночество Plat.

Middle Liddell

μοναυλία, ἡ, αὐλή
a living alone, celibacy, Plat.