παιδοκτόνος
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
ον, Afilicide, slaying one's children, S.Ant.1305, E.HF 835: generally, infanticide, slaying offspring, Opp.H.5.586.
German (Pape)
[Seite 441] Kinder mordend; Soph. Ant. 1305; Eur. Herc. Fur. 835; sp. D., wie Philp. 42 (Plan. 137), von der Medea.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοκτόνος: -ον, ὁ φονεὺς τῶν ἑαυτοῦ παίδων, Σοφ. Ἀντ. 1305, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 835· - παιδοκτονέω, φονεύω τέκνα, αὐτόθι 1280, Ἐκκλ.· - παιδοκτονία, ἡ, φόνος τέκνων, Φίλων 2. 27, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des enfants ou ses enfants.
Étymologie: παῖς, κτείνω.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ παιδοκτόνος, -ον)
1. αυτός που φονεύει τα παιδιά του
2. αυτός που φονεύει μικρά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.
Greek Monotonic
παιδοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει παιδιά, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παιδοκτόνος: II ὁ детоубийца Soph.
детоубийственный (ταραγμοί Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοκτόνος -ον [παῖς, κτείνω] kinderen vermoordend.
Middle Liddell
παιδο-κτόνος, ον, κτείνω
child-murdering, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
murdering one's children, filicide, infanticide, murderer of one's children, slaying offspring