παραδοτός

From LSJ
Revision as of 15:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοτός Medium diacritics: παραδοτός Low diacritics: παραδοτός Capitals: ΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: paradotós Transliteration B: paradotos Transliteration C: paradotos Beta Code: paradoto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.

German (Pape)

[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu’on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.

Greek Monotonic

παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραδοτός: [adj. verb. к παραδίδωμι могущий быть переданным или преподанным Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.

Middle Liddell

παραδοτός, ή, όν
capable of being taught, Plat.