πατάνεψις
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ, A an eel dressed in a πατάνη, Epich.211.
German (Pape)
[Seite 534] ἡ, nannte Epicharm. den Aal nach Poll. 6, 90.
Greek (Liddell-Scott)
πατάνεψις: ἡ ἔγχελυς ἡψημένη ἐντὸς πατάνης, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 90.
Greek Monolingual
-έψεως, ἡ, Α
χέλι ψημένο μέσα σε πατάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος αγγείου» + ἔψις (< ἔψω «ψήνω»)].