πεζέμπορος

From LSJ
Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέμπορος Medium diacritics: πεζέμπορος Low diacritics: πεζέμπορος Capitals: ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: pezémporos Transliteration B: pezemporos Transliteration C: pezemporos Beta Code: peze/mporos

English (LSJ)

ον,    A trafficking by land, Str.16.3.3.

German (Pape)

[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.

Greek Monotonic

πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεζ-έμπορος, ον,
trafficking by land, Strab.