περιβιάζομαι
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
English (LSJ)
A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
French (Bailly abrégé)
déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.
Greek Monolingual
Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].
Russian (Dvoretsky)
περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.