ποιμαντικός

From LSJ
Revision as of 17:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμαντικός Medium diacritics: ποιμαντικός Low diacritics: ποιμαντικός Capitals: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poimantikós Transliteration B: poimantikos Transliteration C: poimantikos Beta Code: poimantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A pastoral: ἡ -κή (with or without τέχνη) the shepherd's art, Gal.5.750, Hsch.

German (Pape)

[Seite 651] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, ποιμαντορικός, ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τοῦ ποιμένος τέχνη. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποιμαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμαίνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική ράβδος» — μετάλλινη ή ξύλινη ράβδος με αρχαιότατη προέλευση την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών κατά τις ιερές ακολουθίες ως έμβλημα της εξουσίας τους και της οποίας η λαβή έχει άκρα κεκαμμένα προς τα άνω σε σχήμα Ψ και τη μορφή δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν προς τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ποιμαντική
εκκλ. το μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντική
(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η τέχνη της καθοδήγησης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη του ποιμένα, του βοσκού
β) το αξίωμα του επισκόπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποιμαντικόν
το ποίμνιο.
επίρρ...
ποιμαντικῶς Μ
όπως ο ποιμένας της Εκκλησίας.