ποιονόμος
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ον, (νέμω) A feeding on grass or herbs, βοτά A.Ag.1169 (lyr.). II proparox. ποιόνομος, ον, (ομή) with rich grassy fields, τόποι Id.Supp.50 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 652] 1) Gras, Kräuter weidend, verzehrend, Aesch. Ag. 1142. – 2) ποιόνομος, mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ποιονόμος: -ον, (νέμω) ὁ νεμόμενος πόαν, τρώγων πόαν, βοτὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1169, ΙΙ. προπαροξ. ποιόνομος, ον, (νομή) ὁ ἔχων νομὰς πλήρεις πόας, τόποι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui broute l’herbe.
Étymologie: ποία, νέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους χόρτο, που τρώει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + -νόμος].
Greek Monotonic
ποιονόμος: -ον (νέμω), αυτός που τρέφεται με πρασινάδα ή χόρτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποιονόμος: поедающий траву (βοτά Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιονόμος -ον [ποία, νέμω] grasetend.