προσομοιάζω

From LSJ
Revision as of 19:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομοιάζω Medium diacritics: προσομοιάζω Low diacritics: προσομοιάζω Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΩ
Transliteration A: prosomoiázō Transliteration B: prosomoiazō Transliteration C: prosomoiazo Beta Code: prosomoia/zw

English (LSJ)

   A to be like, Gp.2.21.6.

German (Pape)

[Seite 774] ähnlich sein, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσομοιάζω: εἶμαι προσόμοιος, ὅμοιος πρός τι, Γεωπ. 2, 21, 6.

Greek Monolingual

ΝΜ, και προσμοιάζω Ν προσόμοιος
(αμτβ.) είμαι προσόμοιος, σχεδόν όμοιος, παρεμφερής με κάποιον, παρουσιάζω ορισμένες ομοιότητες
νεοελλ.
(μτβ.) αποδίδω σε κάποιον γνωρίσματα που υπάρχουν και σε άλλον, προσπαθώ να συμπεράνω από τη μορφή του ποιος είναι.