σιτηγός

From LSJ
Revision as of 22:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγός Medium diacritics: σιτηγός Low diacritics: σιτηγός Capitals: ΣΙΤΗΓΟΣ
Transliteration A: sitēgós Transliteration B: sitēgos Transliteration C: sitigos Beta Code: sithgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)    A = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert au transport du blé ou des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για πλοίο) σιταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

σῑτηγός: -όν (ἄγω), = σιταγωγός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγός: доставляющий хлеб, продовольственный (πλοῖα Dem., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend; subst. τὰ σιτηγά graanschepen. Plut. Galb. 13.4.

Middle Liddell

σῑτ-ηγός, όν [ἄγω] = σιταγωγός, Dem.]