ταμίευμα

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐευμα Medium diacritics: ταμίευμα Low diacritics: ταμίευμα Capitals: ΤΑΜΙΕΥΜΑ
Transliteration A: tamíeuma Transliteration B: tamieuma Transliteration C: tamievma Beta Code: tami/euma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,    A stores, supplies, D.S.3.16.    II = sq. 1, X.Oec.3.15.

German (Pape)

[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.).

Greek Monotonic

τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ταμίευμα: ατος τό только pl.
1) запасы Diod.;
2) ведение хозяйства Xen.

Middle Liddell

τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]