τελειωτικός

From LSJ
Revision as of 08:42, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελειωτικός Medium diacritics: τελειωτικός Low diacritics: τελειωτικός Capitals: ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: teleiōtikós Transliteration B: teleiōtikos Transliteration C: teleiotikos Beta Code: teleiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A perfective, effective, Procl.Inst.78. Adv. -κῶς Id.in Alc.p.52 C.

German (Pape)

[Seite 1085] vollendend, beendigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελειωτικός: -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ ἀγάπη Κλήμ. Ἀλεξ. 800· ἀλλά, σοφία τελεωτικὴ αὐτόθι 448.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τελειωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, -ή, όν, Α [[τελειῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση»)
2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα»)
μσν.-αρχ.
αυτός που οδηγεί στην τελείωσησοφία τελειωτική», Κλήμ. Αλ.).
επίρρ...
τελειωτικώς / τελειωτικῶς ΝΑ, και τελειωτικά Ν
νεοελλ.
οριστικά, αμετάκλητα
αρχ.
κατά τρόπο που οδηγεί στην τελείωση.