τετανός

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνός Medium diacritics: τετανός Low diacritics: τετανός Capitals: ΤΕΤΑΝΟΣ
Transliteration A: tetanós Transliteration B: tetanos Transliteration C: tetanos Beta Code: tetano/s

English (LSJ)

ή, όν, (τείνω, τανύω)    A stretched, rigid, Hp.Fract.2 (Sup.); straightened, smooth, ἔρφος, ῥινός, Nic.Al.343,464; πῆχυς AP6.204 (Leon.); φύλλον Thphr.HP3.11.1; θρίδαξ Lycus ap.Ath.2.69e; τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Crito ap.Gal.12.825; f.l.in E.Fr.472.6 (anap., codd. Erot.).    II = τετανόθριξ, PPetr.3p.2, al. (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.), PLond.3.879.17 (ii B.C.), PAmh.2.51.22 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1096] gespannt, gestreckt, ausgespannt, angespannt, dah. glatt, ohne Runzel; καὶ καθαρὸν πρόσωπον, Galen., s. Jac. A. P. p. 512; ἔρφος, gespannte Haut, Nic. Al. 343, vgl. 464; πρίων, Leon. Tar. 28 (VI, 204), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνός: -ή, -όν, (τείνω, τανύω) τεταμένος, τεντωμένος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· τεντωμένος, ὁμαλός, λεῖος, ἔρφος, ῥινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 343, 464· πρίων Ἀνθολ. Π. 6. 204· φύλλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 11, 2· τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étendu, allongé, long;
2 rigide;
3 lisse, uni, sans pli ou sans ride.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. τεντωμένος
2. ομαλός, λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό τε- < συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω].
(II)
-ή, -όν, Α
τετανόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' αποκοπή από το σύνθ. τετανόθριξ].

Greek Monotonic

τετᾰνός: -ή, -όν (τείνω), τεντωμένος, ομαλός, λείος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰνός: τείνω натянутый, тугой (πρίων Anth.).

Middle Liddell

τετᾰνός, ή, όν τείνω
straightened, smooth, Anth.

Frisk Etymology German

τετανός: τέτανος
{tetanós}
See also: s. τείνω.
Page 2,884