τρόχις
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
ὁ, A courier, messenger, acc. τρόχιν A.Pr.941, S.Inach. in PTeb.692 ii 6 (troch.), Opp.H.2.634 (v.l. τρόφιν).
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, der Läufer, Bote, Diener; Aesch. Prom. 943; Schol. Lycophr. 1.
Greek (Liddell-Scott)
τρόχις: ὁ, ὁ τρέχων, ἄγγελος, ἀγγελιαφόρος, εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.
French (Bailly abrégé)
ιος ou εως (ὁ) :
coureur ; messager.
Étymologie: τρέχω.
Greek Monolingual
-ιος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα
2. (κατ' επέκτ.) αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόπ-ις: τρέπω, τρόφ-ις: τρέφω)].
Greek Monotonic
τρόχις: ὁ (τρέχω), δρομέας, αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρόχις: εως, ион. ιος ὁ τρέχω бегун или гонец Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόχις -ιος, ὁ [τρέχω] ijlbode.
Middle Liddell
τρέχω
a runner, messenger, Aesch.