τύκισμα

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκισμα Medium diacritics: τύκισμα Low diacritics: τύκισμα Capitals: ΤΥΚΙΣΜΑ
Transliteration A: týkisma Transliteration B: tykisma Transliteration C: tykisma Beta Code: tu/kisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3, cf.HF1096.

German (Pape)

[Seite 1160] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.

Greek (Liddell-Scott)

τύκισμα: τό, ἐργασία λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. τύκη, τύκος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction en pierres de taille.
Étymologie: τυκίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α τυκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυκίζω.

Greek Monotonic

τύκισμα: -ατος, τό, κατεργασία λίθων· στον πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη σειρά αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τύκισμα: ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.

Middle Liddell

τύκισμα, ατος, τό,
a working of stones: in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, opp. to the rude Cyclopean building, Eur.