ἀναίσχυντος

From LSJ
Revision as of 12:54, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίσχυντος Medium diacritics: ἀναίσχυντος Low diacritics: αναίσχυντος Capitals: ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ
Transliteration A: anaíschyntos Transliteration B: anaischyntos Transliteration C: anaischyntos Beta Code: a)nai/sxuntos

English (LSJ)

ον,    A shameless, impudent, Alc.Supp.21.5, E.IA327, etc., Ar.Pax182, And.4.17, Pl.Lg.671c (Comp.), Ap.17b (Sup.), etc.:—τὸ ἀναίσχυντον, = ἀναισχυντία, E.IA1144. Adv. -τως Pl.Ap. 31b: Sup. ἀναισχυντότατα ἀνθρώπων D.27.18.    II of things, shameful, abominable, βορά E.Cyc.416; θῆκαι Th.2.52.

German (Pape)

[Seite 190] schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; θῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίσχυντος: -ον, ἀναιδής, «ἀδιάντροπος», Εὐρ. Ι. Α. 327, κτλ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 182, Ἀνδοκ. 31. 20, Πλάτ., κτλ.: ― τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, Εὐρ. Ι.Α. 1114: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Ἀπολ. 31 Β· ὑπερθ. ἀναισχυντότατ’ ἀνθρώπων Δημ. 819. 7. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, αἰσχύνης ἄξια, βδελυκτά, βορὰ Εὐρ. Κύκλ. 416, πρβλ. Θουκ. 2. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impudent, effronté;
2 honteux, abominable.
Étymologie: ἀ, αἰσχύνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers. y respecto a la opinión
1 gener. desvergonzado, sinvergüenza, descarado ἀντιλέγων ... ὡς οἱ μὲν Χῖοι ἀναίσχυντοι εἶεν Th.8.45, ὦ θεοί, σῆς ἀναισχύντου φρενός E.IA 327, οὕτω δ' ἀναίσχυντός ἐστιν (de Alcibíades), And.4.17, cf. Pl.Lg.671c, Ap.17b, Arist.Rh.1390a2, D.56.41, 60.21, Is.3.4, PIand.97.5 (III a.C.).
2 ref. a la religión irrespetuoso, profano, desvergonzado ὦ μιαρὲ καὶ τολμηρὲ κἀναίσχυντε σύ Ar.Pax 182, cf. Ra.465, Alc.68.5.
3 ref. a la rel. sex., esp. la pederastia impúdico, obsceno, desvergonzado κατάπυγων εἶ κἀναίσχυντος Ar.Nu.909, cf. Pl.Smp.192a, Procop.Arc.9.14.
4 subst. τὸ ἀναίσχυντον desvergüenza E.IA 1144, Plu.2.71a, Themist.Ep.6, οἱ ἀναίσχυντόι Hp.Ep.17 (p.376).
II de cosas abominable, impío βορά E.Cyc.416, θῆκαι Th.2.52
de una causa judicial insostenible porque la primera parte es insultante, Fortunat.Rh.84.7.
III adv. -ως desvergonzadamente οἱ κατήγοροι τἆλλα πάντα ἀναισχύντως οὕτω κατηγοροῦντες Pl.Ap.31b, ἀναισχύντως μαρτυροῦσιν D.34.19, cf. Plb.28.4.9, I.AI 17.352.

Greek Monotonic

ἀναίσχυντος: -ον (αἰσχύνω),
I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίσχυντος:
1) бесстыдный Thuc., Eur., Xen., Plat.;
2) постыдный, позорный, гнусный Thuc., Eur., Arph.

Middle Liddell

αἰσχύνω
I. shameless, impudent, Eur., Ar., etc.: —τὸ ἀναίσχυντον, = ἀναισχυντία, Eur.:—adv. -τως, Plat.
II. of things, abominable, Eur.

English (Woodhouse)

impertinent, impudent, shameless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)