ἀποληρέω

From LSJ
Revision as of 14:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποληρέω Medium diacritics: ἀποληρέω Low diacritics: αποληρέω Capitals: ΑΠΟΛΗΡΕΩ
Transliteration A: apolēréō Transliteration B: apolēreō Transliteration C: apolireo Beta Code: a)polhre/w

English (LSJ)

   A chatter at random, D.19.182, Longus 1.17; ἔς τινα D.C.53.23; τι Id.72.4.    2 outdo in foolish talk, τινά Plb.34.6.15.

German (Pape)

[Seite 312] sich verschwatzen, thöricht schwatzen, καὶ διήμαρτε Dem. 19, 182; τινά, im Schwatzen übertreffen, Pol. 33, 12; übh. schwatzen, Long. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποληρέω: φλυαρῶ ὅ,τι ἂν τύχῃ, Λατ. delirare, Δημ. 398. 20· Λόγγ. 1. 7· ἔς τινα Δίων Κ. 53. 23· τι ὁ αὐτ. 72. 4· καὶ οὕτως ἐν Πολυβ. 33. 12, 10· ὁ Λ. Δινδ. ὑποθέτει ὅτι τὰ δύο ῥήματα ὑπερβεβληκέναι καὶ ἀπολεληρηκέναι πρέπει να μεταβάλωσι θέσεις.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
radoter, dire des riens.
Étymologie: ἀπό, ληρέω.

Spanish (DGE)

decir sin ton ni son τι D.19.182, πολλὰ ... καὶ μάταια ἐς τὸν Αὔγουστον D.C.53.23.5, ἄλλα D.C.72.4.2, τοιαῦτα πρὸς αὑτόν Longus 1.17.4, ὅτι τις βούλεται Sch.Gal.1.414M.(p.48)
abs. decir tonterías Plb.34.6.15.

Greek Monotonic

ἀποληρέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ για οποιονδήποτε λόγο ή θέμα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποληρέω:
1) говорить вздор Dem.;
2) превзойти в пустой болтовне (ἀπολεληρηκέναι τινά Polyb.).

Middle Liddell

to chatter at random, Dem.