ἄθελκτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A implacable, A.Supp.1055, Lyc.1335.
German (Pape)
[Seite 45] nicht zu besänftigen, Aesch. Suppl. 1041 ποιναί Lyc. 1335.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inflexible.
Étymologie: ἀ, θέλγω.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 no hechizado ἀφάρμακτοι καὶ ἄθελκτοι Procl.in Alc.258.
2 que no se deja seducir, indoblegable σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον A.Supp.1055, πόσις Hymn. en GDRK 56.45.
II implacable εἰ Κύκλωπος εἶχον ... ψυχὴν ἄθελκτον Trag.Adesp.665.29, ποινὰς ἀθέλκτους θ' ἁρπαγὰς διζήμεναι buscando venganzas e implacables saqueos Lyc.1335.
Greek Monotonic
ἄθελκτος: -ον (θέλγω), άκαμπτος, άτεγκτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθελκτος: неумолимый (ὁ μέγας Ζεύς Aesch.).
Middle Liddell
θέλγω
implacable, Aesch.