ἐναέξω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
aor. ἐνηέξησα, A produce in, ἀρούραις Nic.Al.102; ἐν μὲν ὰέξειν ποίην, ἐν δὲ νομούς D.P.998.
German (Pape)
[Seite 825] darin wachsen lassen, Dion. Per. 998, in tmesi; ἐνηέξησεν ἀρούραις Nic. Al. 102.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναέξω: ἐναυξάνω, κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ ἐντός, Νικ. Ἀλεξιφ. 102, Διον. Περιηγ. 998.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰέξω)
• Morfología: [aor. sg. 3a ἐνηέξησεν Nic.Al.102]
hacer crecer (περσείης κάρυα) ἐνηέξησεν ἀρούραις Nic.l.c., ποίην D.P.998 (tm.).
Greek Monolingual
ἐναέξω (Α)
εναυξάνω, κάνω κάτι να αυξηθεί, να αναπτυχθεί μέσα.