ἐναποψύχω

From LSJ
Revision as of 18:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποψύχω Medium diacritics: ἐναποψύχω Low diacritics: εναποψύχω Capitals: ΕΝΑΠΟΨΥΧΩ
Transliteration A: enapopsýchō Transliteration B: enapopsychō Transliteration C: enapopsycho Beta Code: e)napoyu/xw

English (LSJ)

[ῡ],    A ease oneself in, euphem. for ἐναποπατέω, Hes.Op.759.    2 cool off, PHolm.6.12 (Pass.).    II give up the ghost, AP9.1 tit., Hsch.

German (Pape)

[Seite 829] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = ἐναποπατέω; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, ψύχω, δροσίζω ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ οὔτοι λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως χάριν τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. παραδίδω τὸ πνεῦμα, «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

French (Bailly abrégé)

1 se soulager le ventre;
2 postér. rendre l’âme entre (les mains de qqn) ; rendre l’âme, expirer.
Étymologie: ἐν, ἀποψύχω.

Spanish (DGE)

(ἐνᾰποψύχω)
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1aliviarse euf. por ‘defecar’, Hes.Op.759.
2 morir ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν por mamar leche envenenada AP 9.1 tít. (Polyaen.).
II en v. med.-pas. enfriarse θερμὸν (ἄνθρακον) ... βάλε ... καὶ ἄφες ἐναποψυγῆναι PHolm.6.29.

Greek Monolingual

ἐναποψύχω (AM)
1. δροσίζομαι, αναψύχομαι
2. (κατ' ευφημ.) ανακουφίζομαι σ' έναν τόπο, αποπατώ
3. παθ. δροσίζομαι
4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐναποψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου σε ένα μέρος, ξεψυχώ, σε Ησίοδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποψύχω: (ῡ) Hes. = ἐναποπατέω.

Middle Liddell

fut. ξω
to give up the ghost in a place, Hes., Anth.