ἐξελληνίζω

From LSJ
Revision as of 18:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελληνίζω Medium diacritics: ἐξελληνίζω Low diacritics: εξελληνίζω Capitals: ΕΞΕΛΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: exellēnízō Transliteration B: exellēnizō Transliteration C: eksellinizo Beta Code: e)cellhni/zw

English (LSJ)

   A turn into Greek: ἐ. ὄνομα trace it to a Greek origin, Plu. Num.13; put it in a Greek form, J.AJ1.6.1.    II intr., to be good Greek, Anon.in SE63.37.

German (Pape)

[Seite 876] ganz griechisch machen, ὄνομα Plut-Num. 13; ins Griechische übersetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελληνίζω: μεταβάλλω εἰς Ἑλληνικόν, ἐξελληνίζω ὄνομα, δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

faire remonter à une origine grecque.
Étymologie: ἐξ, ἑλληνίζω.

Greek Monolingual

(AM ἐξελληνίζω)
1. μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα ή κάτι σε ελληνικό
2. δίνω σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)
μσν.
μεταφράζω στα Ελληνικά.

Greek Monotonic

ἐξελληνίζω: μέλ. -σω, κάνω κάτι ελληνικό, του προσδίδω ελληνική καταγωγή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελληνίζω: выводить из греческого языка, объявлять греческим (ὄνομά τι Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
to turn into Greek, to trace to a Greek origin, Plut.