ἑνδεκάς
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
άδος, ἡ, A the number Eleven, Pl.Lg.771c, Arist.Metaph. 1084a26.
German (Pape)
[Seite 832] άδος, ἡ, die Zahl Elf; Plat. Legg. VI, 771 c; Theocr. 17, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδεκάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἕνδεκα, Πλάτ. Νόμ. 771C.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre onze.
Étymologie: ἕνδεκα.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 el número once Pl.Lg.771c, Herm.in Phdr.136, fil., como abstracción en la teoría de los números ideales de Aristóteles, Arist.Metaph.1084a26.
2 conjunto, grupo de once ἑνδεκάδες τρεῖς Sch.Theoc.17.82-84b.
Greek Monolingual
η
βλ. ενδεκάδα.
Greek Monotonic
ἑνδεκάς: -άδος, ἡ, ο αριθμός έντεκα, εντεκάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑνδεκάς: άδος ἡ число одиннадцать (Plat., Arst.; Theocr. - v. l. ἐννεάς).