ἰσόνειρος

From LSJ
Revision as of 23:34, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνειρος Medium diacritics: ἰσόνειρος Low diacritics: ισόνειρος Capitals: ΙΣΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: isóneiros Transliteration B: isoneiros Transliteration C: isoneiros Beta Code: i)so/neiros

English (LSJ)

ον,    A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].

German (Pape)

[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.

Greek Monolingual

ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.

Greek Monotonic

ἰσόνειρος: -ον, όμοιος με όνειρο, κενός, μάταιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόνειρος: подобный сновидению, т. е. сковывающий как сон (ὀλιγοδρανία Aesch.).

Middle Liddell

ἰσ-όνειρος, ον
dream-like, empty, Aesch.