ὑποπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 08:55, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπορεύομαι Medium diacritics: ὑποπορεύομαι Low diacritics: υποπορεύομαι Capitals: ΥΠΟΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoporeúomai Transliteration B: hypoporeuomai Transliteration C: ypoporeyomai Beta Code: u(poporeu/omai

English (LSJ)

   A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.

German (Pape)

[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.

French (Bailly abrégé)

aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.

Greek Monolingual

Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποπορεύομαι: αποθ., προχωρώ κάτω από το έδαφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπορεύομαι: тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).

Middle Liddell


Dep. to go beneath the ground, Plut.